- ἰσομέγεθες
- ἰσομεγέθηςequal in sizemasc/fem voc sgἰσομεγέθηςequal in sizeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισομεγέθης, -ης, ισομέγεθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει το ίδιο μέγεθος με κάποιον άλλο: Ισομεγέθη ποσά. – Ισομεγέθεις λίθοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
LEPUS — I. LEPUS inter sidera relatus, Graecis Astronomis δασύπους dicitur, de quo Germanicus in Arateis, ad tit. Dasypus, Tu parvum leporem perpende sub Orione. Item, Lepus, sub pedibus Anti canis et Orionis constitutus est. Hinc dicitur Orionis canem… … Hofmann J. Lexicon universale
πρόπλασμα — Στην τεχνική ορολογία σημαίνει την αναπαράσταση, σε περιορισμένη κλίμακα, ενός έργου που μελετάται. Ένα π. μπορεί να προορίζεται για διάφορες χρήσεις: μπορεί να έχει σκοπό παραδείγματος, όταν, όπως στα αρχιτεκτονικά έργα, τείνει να προεικονίσει… … Dictionary of Greek